- κάκοψις
- κάκοψις [pron. full] [ᾰ], ιδος, ἡ,A short-sighted, PLips.1.9 (ii B.C.), PGrenf.2.28 (ii B.C.); sinister, Vett.Val.14.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάκοψις — κάκοψις, ιδος, η (Α) 1. αυτή που έχει περιορισμένη οπτική ικανότητα, η μύωψ 2. αυτή που δεν έχει ευχάριστη όψη, άσχημη 3. (κατ επέκτ.) δυσοίωνη, απαίσια, γρουσούζικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ὄψις] … Dictionary of Greek
κακόψιδες — κάκοψις short sighted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)